μυδραλιοβόλο

μυδραλιοβόλο
το
το πολυβόλο, αυτόματο όπλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυδραλιοβόλο — το βαρύ πολυβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυδράλιο* + βόλο (< βάλλω), πρβλ. πολυ βόλο. Η λ. στο θηλ. γένος μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • μυδράλιο — το 1. βλήμα πολυβόλου 2. μυδραλιοβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mitraille με παρασχετισμό προς το αρχ. μύουρος] …   Dictionary of Greek

  • μυδροβολώ — έω βάλλω με μυδραλιοβόλο, πολυβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος + βολώ (< βόλος < βάλλω). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • μυδροβόληση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυδροβολώ, βολή με μυδραλιοβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυδροβολώ, απόδοση τού γαλλ. mitraillement. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • μυδράλιο — το (λ. γαλλ.), μυδραλιοβόλο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”